- μαλαγανιά
- η [μαλαγάνα]η επίδειξη αγαθότητας και αγάπης από υστεροβουλία, η κολακεία, η γαλιφιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλαγανιά — η (λ. ισπαν.), το να είναι κανείς μαλαγάνας, καλόπιασμα, γαλιφιά: Τον έπεισε με μαλαγανιές να μην τον καταγγείλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)